- Glory
- subs.Honour, fame: P. and V. δόξα, ἡ, τιμή, ἡ, κλέος, τό (rare P.), εὐδοξία, ἡ, ἀξίωμα, τό, ὄνομα, τό, Ar. and V. εὔκλεια, ἡ, κῦδος, τό, V. κληδών, ἡ.The general wins all the glory: V. ὁ στρατηγὸς τὴν δόκησιν ἄρνυται (Eur., And. 696).Splendour, magnificence: P. λαμπρότης, ἡ, P. and V. σχῆμα, τό, πρόσχημα, τό, V. χλιδή, ἡ, ἀγλάϊσμα, τό, ἄγαλμα, τό, P. μεγαλοπρέπεια, ἡ.The glory of, boast of: P. and V. σχῆμα, τό, V. πρόσχημα, τό, ἄγαλμα, τό, φάος, τό, φῶς, τό, αὔχημα, τό.
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language. 2014.